Υψηλές δόσεις βιταμίνης D έχουν ανοσο-ρυθμιστική δράση μειώνοντας παράγοντες που προκαλούν φλεγμονή (ιντερλευκίνη 17) και βελτιώνοντας μηχανισμούς που ελέγχουν την ανοσολογική απάντηση του οργανισμού (CD4+ μνήμης).
Ερευνητές από το John Hopkins, το Duke University και το Stanford δημοσίευσαν αποτελέσματα μελέτης στο Neurology που αφορά την χορήγηση βιταμίνης D σε δύο ομάδες ασθενών με σκλήρυνση κατά πλάκας. Στη μια ομάδα δόθηκε βιταμίνη D σε χαμηλή δόση και στην άλλη ομάδα χορηγήθηκαν υψηλότερες δόσεις 10.400iu για 6 μήνες.
Η μέση τιμή της βιταμίνης D στο αίμα αυτών που έλαβαν 800iu ήταν πολύ χαμηλή (6.9 ng/ml), ενώ η μέση τιμή αυτών που έλαβαν αυξημένη δόση ήταν σημαντικά υψηλότερη (34.9 ng/ml) χωρίς και πάλι όμως να επιτυγχάνονται ιδανικά επίπεδα (κοντά στα 100 ng/ml).
Από την έρευνα προέκυψε ότι υψηλές δόσεις βιταμίνης D είναι ασφαλής και προκαλούν ισχυρό ανοσο-ρυθμιστικό αποτέλεσμα στους ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας.
Αυτό σημαίνει το ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών ρυθμίστηκε ξανά προς μια φυσιολογική λειτουργία. Στα αυτοάνοσα νοσήματα αυτή η ρύθμιση χάνεται και το ανοσοποιητικό σύστημα δεν αναγνωρίζει και επιτίθεται στους δικούς του ιστούς με σταδιακή καταστροφή αυτών των συγκεκριμένων οργάνων. Ανάλογα με το όργανο που καταστρέφεται έχουμε και τα αντίστοιχα συμπτώματα και διάγνωση.
Γιατί το Πρόβλημα δεν Βρίσκεται στο Ανοσοποιητικό Σύστημα
Η συνήθης προσέγγιση είναι η χορήση φαρμακευτικής αγωγής που καταστέλλει το ανοσοποιητικό σύστημα όπως κορτιζόνη, βιολογικοί παράγοντες, αζαθειοπρίνη ή άλλα ανοσοκατασταλτικά. Με βάση αυτό τον τρόπο σκέψης συχνά συστήνεται η αποφυγή λήψης οποιουδήποτε παράγοντα ενισχύει το ανοσοποιητικό όπως η βιταμίνη D, η βιταμίνη C ή τα αντιοξειδωτικά.
Η έρευνα όμως δείχνει ότι η αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας των κυττάρων όχι μόνο δεν επιδεινώνει την κλινική εικόνα και την πορεία των ασθενών αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Εμφανίζεται βελτίωση της κλινικής εικόνας και της πορείας της νόσου. Αυτό ενισχύει την προσέγγιση ότι η πρόκληση αυτοανοσίας οφείλεται σε πολλαπλούς παράγοντες και προκύπτει κυρίως από την αλλοίωση των ίδιων των κυττάρων του οργανισμού.
Η έλλειψη συστατικών που είναι απαραίτητα για την φυσιολογική λειτουργία των κυττάρων και η παρουσία ξένων προς τη ζωή ενώσεων (ξενοβιοτικά) προκαλούν αλλοίωση στην μορφή τους και αναγκάζουν το ανοσοποιητικό σύστημα, που δεν τα αναγνωρίζει πια, να τους επιτεθεί. Η χρήση φαρμακευτικής αγωγής είναι βέβαια απαραίτητη για τον έλεγχο των συμπτωμάτων, είναι όμως μια μονομερής ενέργεια αν δεν πλαισιώνεται από τον έλεγχο και την αποκατάσταση της φυσιολογικής κατάστασης.
Είναι προφανές ότι για να βελτιώσουμε την υγεία μας δεν αρκεί να καταστείλουμε τη νόσο, θα πρέπει να κάνουμε ενέργειες προς την ενίσχυση της υγείας.