Gallery

Επικοινωνία

PapandreouΟ Γιώργος Παπανδρέου τόσο προεκλογικά όσο και στις πρόσφατες προγραμματικές του δηλώσεις μίλησε για την ανάγκη προβολής και αξιοποίησης της μεσογειακής διατροφής, με την παραγωγή επώνυμων και διεθνώς αναγνωρίσιμων προϊόντων. Δεν αρκέστηκε δηλ. να προτείνει την αλλαγή των καλλιεργειών, όπως έκανε η Νέα Δημοκρατία με την πρόταση για την «άλλη γεωργία», σαν απάντηση στη κρίση των συμβατικών καλλιεργειών αλλά  προχώρησε ακόμη περισσότερο. Πρότεινε ένα μοντέλο διατροφής  να κινεί από εδώ και εμπρός την  αγροτική παραγωγή. Δεν θα είναι λοιπόν η παραγωγή που θα καθορίζει τη διατροφή, αλλά  το πρότυπο της διατροφής θα καθορίζει το είδος και τη ποσότητα της παραγωγής.  Ο στόχος δηλ. δεν είναι η κατάκτηση των αγορών με νέα προϊόντα αλλά η προσέλκυση ενός ειδικού καταναλωτικού κοινού, που θα γίνει οπαδός της μεσογειακής διατροφής. Συνδέει λοιπόν την  παραγωγή με την κατανάλωση, όχι στη πρόταση της αυτάρκειας της εθνικής οικονομίας αλλά στο στόχο της προσέλκυσης ενός «ορισμένου καταναλωτικού κοινού» στην Ελλάδα. Η αγροτική παραγωγή λοιπόν εξυπηρετεί έναν μεγαλύτερο στόχο, αυτού της  δημιουργίας ενός τουριστικού προϊόντος, με τη σύνδεση σ’ ένα ενιαίο πακέτο των πολιτιστικών αγαθών, του ελληνικού τοπίου και της μεσογειακής κουζίνας.

Η πρόταση αυτή εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να θεωρηθεί ενδιαφέρουσα αλλά σημασία έχει να τη κρίνουμε στις λεπτομέρειές της για να  δούμε τι ακριβώς σημαίνει για την αγροτική οικονομία. Μια πρώτη σκέψη είναι να δούμε εάν σημαίνει ότι τα προϊόντα της αγροτικής παραγωγής θα δεσμεύονται για να εξυπηρετήσουν το στόχο της τουριστικής αγοράς. Επομένως, δεν θα κυκλοφορούν ελεύθερα αλλά θα κατοχυρώνεται η παραγωγή τους με συμβόλαια από εταιρείες σίτισης και ξενοδοχειακής εξυπηρέτησης.

Το ΠΑΣΟΚ είχε μιλήσει δια στόματος Κατερίνας Μπατζελή για μια κοινωνική και οικονομική συμφωνία με τους εμπόρους και τους βιομήχανους, ν’ αγοράζουν ελληνικά προϊόντα. Η ίδια η κ. Μπατζελή στις προγραμματικές της δηλώσεις αναφέρθηκε στον υποβιβασμό της συμβολαιακής γεωργίας και στην ανάγκη αναμόρφωσης της σχέσης κράτους- αγρότη- συνεταιρισμών- καταναλωτών- αγοράς.

Θα μπορούσε να γίνει αυτό; Ας δούμε κατά πρώτον τι σημαίνουν οι απαιτήσεις μιας «ποιοτικής» και «ανταγωνιστικής» γεωργίας με «διαφορετικά» γεωργικά προϊόντα που θα είναι συστατικά του πλούτου της γευστικής μας παράδοσης.

Κατά πρώτον η έννοια της ποιότητας έχει συγκεκριμένες δεσμεύσεις:

α) παραγωγή βάσει των προδιαγραφών της βιολογικής γεωργίας

β) παραγωγή που ακολουθεί συγκεκριμένα πρότυπα ποιότητας

γ) παραγωγή πιστοποιημένη (ονομασίας προέλευσης ή γεωγραφικής ένδειξης)

Τα προϊόντα αυτά έχουν προορισμό ένα ειδικό καταναλωτικό κοινό, που κινείται στην παγκόσμια αγορά με συγκεκριμένες απαιτήσεις που μπορούν να καλύψουν το κόστος της ποιότητας. Εάν η πρόταση αφορά  λοιπόν την προσέλκυση αυτού του κοινού στην Ελλάδα, σημαίνει ότι απευθύνεται  σε «πελάτες» που μπορούν να καλύψουν τις υψηλού κόστους ξενοδοχειακές υπηρεσίες.

Αυτό όμως θα έχει πολύ αρνητικές συνέπειες για τη μεσαία αγορά που στηρίζει τον κλάδο του τουρισμού, εφ’ όσον δημιουργεί απαιτήσεις που το κόστος τους είναι αποτρεπτικό για την λειτουργία της. Οι λύσεις βέβαια πάντα υπάρχουν, οι οποίες είναι είτε σε βάρος της ποιότητας, είτε απαιτούν τη κρατική παρέμβαση. Στη πρώτη περίπτωση οι μεσαίοι επιχειρηματίες θα επιδιώξουν την αγορά φθηνών προϊόντων (πιθανόν εισαγωγής), αλλά αμφιβόλου ποιότητας, άρα αποσυνδέεται η παραγωγή από την κατανάλωση και στη δεύτερη, το κράτος θα παρέμβει για τη μείωση του κόστους, επομένως οδηγούμαστε σε μια επιδότηση της παραγωγής, γεγονός που το απαγορεύει η λειτουργία της ελεύθερης αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ίσως γι’ αυτό το λόγο η κ. Μπατζελή είχε αναφερθεί στην ανάγκη τα μέλη του ΕΒΕΑ και του ΣΕΒ, ν’ αποκτήσουν εθνική συνείδηση για το διατροφικό ζήτημα. Αν όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει με τον επιμερισμό του κόστους, τότε χρειάζεται οπωσδήποτε  κρατική παρέμβαση.

Πιθανόν αυτή η πρόταση να ενδιαφέρει μεγάλα επενδυτικά σχέδια ή αντίθετα μικρές αγροτουριστικές επιχειρήσεις που μπορούν να μεταθέτουν το κόστος παραγωγής στο τελικό αγροτουριστικό προϊόν. Η δημιουργία όμως μιας μεγάλης τουριστικής αγοράς βασισμένης στη λειτουργία μικρών τοπικών επιχειρήσεων απαιτεί τεράστια οργάνωση και εκπαίδευση για την προσφορά συγκεκριμένων ποιοτικών υπηρεσιών. Αυτό σημαίνει ριζική αναμόρφωση του αγροτικού τομέα και του συνόλου της ελληνικής υπαίθρου.

Ήδη νομίζω ότι άρχισαν ν’ αναδεικνύονται οι δυσκολίες αυτής της πρότασης και δεν είναι οι μοναδικές. Ας δούμε κατ’ αρχάς τι σημαίνει για την ελληνική παραγωγή  το μοντέλο της μεσογειακής διατροφής. Απαιτεί λοιπόν την καθημερινή λήψη λαχανικών, φρούτων, ελαιολάδου και μικρών ποσοτήτων γαλακτομικών, την εβδομαδιαία περιορισμένη κατανάλωση ψαριών, πουλερικών, αυγών και  ζάχαρης και την ελάχιστη μηνιαία κατανάλωση «κόκκινου» κρέατος. Τα προϊόντα αυτά αποτελούσαν τη βάση της ελληνικής κουζίνας για  αιώνες και υπήρξαν τα συστατικά μιας ιδιαίτερα ευρηματικής, πλούσιας και υγιούς διατροφής.

Η παραγωγή τους όμως έπαψε να υπακούει στους νόμους που τη διατηρούσαν σε  ισχύ όλο αυτό το χρονικό διάστημα γιατί άλλαξαν οι συνθήκες της οικονομίας. Η αγροτική παραγωγή πέρασε από το σύστημα της πολυκαλλιέργειας και της διατροφικής αυτάρκειας της αγροτικής οικογένειας στην μονοκαλλιέργεια και στην εμπορική κυκλοφορία των αγροτικών προϊόντων. Προτεραιότητα της γεωργικής παραγωγής δεν είναι πια η επιβίωση μέσω της εξοικονόμησης πόρων και προϊόντων αλλά η απόκτηση ενός επαρκούς εισοδήματος με σκοπό την κατανάλωση. Το αστικό πρότυπο διατροφής άρχισε σιγά-σιγά να καταργεί τη συνέχεια της παραδοσιακής εναλλαγής των γευμάτων, τη σύνδεση της διατροφής με τη θρησκευτική τελετουργία και τη κοινωνική συναλλαγή. Έτσι, η σπανιότητα της κρεοφαγίας και γενικότερα της κατανάλωσης ζωϊκών προϊόντων, έγινε η καθημερινή διατροφική πρακτική της ελληνικής οικογένειας, καταργώντας κάθε προηγούμενη σχέση με τους λόγους που τη στήριζαν. Η προτεραιότητα της σύνδεσης της τροφής με τη θρησκευτική λατρεία, η αποθήκευση και η διατήρηση των τροφών, η αρχή της συμπληρωματικότητας, της προστασίας και της προφύλαξης που υπήρξαν η βάση του μοντέλου της μεσογειακής διατροφής, έχουν καταργηθεί στο κόσμο της καταναλωτικής κοινωνίας. Έτσι οτιδήποτε διατηρούσε σε ισορροπία τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, εφ’ όσον για τη λήψη της τροφής του είχε σημασία η δυσκολία της εξεύρεσης και της ανανέωσής της όπως και η σπανιότητα των φυσικών πόρων, σήμερα έχει καταργηθεί. Σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία οι ανάγκες της διατροφής υπακούουν πλέον σε άλλους νόμους. Η ανάγκη της κάλυψης της τεράστιας ζήτησης για ζωϊκά προϊόντα, δημιούργησε τις βιομηχανικού τύπου εγκαταστάσεις της εντατικής κτηνοτροφίας, τις φρικτές συνθήκες διαβίωσης των ζώων, τις εκχερσώσεις και αποξηράνσεις αχανών εκτάσεων, τη τεράστια καταστροφή των δασών, το υπερβολικό κόστος των μεταφορών και την όλο και μεγαλύτερη εκμετάλλευση των αγροτών. Η αγροτική παραγωγή έχασε το κύριο χαρακτηριστικό της, δηλ. την εξασφάλιση της διατροφικής αυτάρκειας του αγροτικού πληθυσμού, γεγονός που τους προηγούμενους αιώνες δημιουργούσε ένα δίκτυ ασφάλειας για την αγροτική οικογένεια. Έπαψε δηλ. να υπακούει στο κύκλο της κάλυψης  των διατροφικών αναγκών του ανθρώπου, που ήταν προσαρμοσμένες σ’ ένα δεδομένο φυσικό περιβάλλον και μπήκε στο φαύλο κύκλο της εμπορευματοποίησης του ενός και μόνο προϊόντος και δημιούργησε φτωχούς, υπερχρεωμένους και ανασφαλείς αγρότες.

Το «κέρδος» για τη καταναλωτική κοινωνία ήταν τα φθηνά και παντός είδους αγροτικά προϊόντα που άρχισαν να κατακλύζουν τις αγορές από κάθε γωνιά της γης. Σήμερα, δεν χρειάζεται να περιμένεις το φθινόπωρο για να γευτείς τα σταφύλια ή το χειμώνα για να απολαύσεις τα πορτοκάλια. Η κατανάλωση έχει καταργήσει κάθε σύνδεση του ανθρώπου με την εποχική και τοπική παραγωγή των τροφίμων. Σημασία έχει πια μόνο η τιμή, η ποιότητα και η εμπορική διαθεσιμότητα. Τα γεύματα της οικογένειας δεν ακολουθούν τη λογική της εναλλαγής της διατροφικής πληρότητας αλλά καθορίζονται από τη καθημερινή λειτουργία της, το διαθέσιμο χρόνο των γονέων, τη σύνδεση της διατροφής με την εργασία και τις κοινωνικές σχέσεις, τα διατροφικά πρότυπα των εκάστοτε ηλικιακών ομάδων και πρωτίστως από τη διαφήμιση και τους κώδικες κοινωνικής συναλλαγής. Ένα δίκτυο οικονομικών συμφερόντων έχει διαμορφωθεί γύρω από την τροφή που αρχίζει από τις μεγάλες εταιρείες παραγωγής και διανομής των αγροτικών προϊόντων και φθάνει  μέχρι τις ποικίλες προτάσεις διατροφικών μενού που προσφέρουν οι χώροι των εστιατορίων και της σίτισης. Και βέβαια δεν σταματά εκεί εάν σκεφτούμε τι θα μπορούσε εμμέσως ή αμέσως να συνδέεται μ’ αυτήν.

Υπάρχει λοιπόν ένα συγκεκριμένο πλέγμα συμφερόντων που έχει οργανωθεί στη βάση μιας παγκόσμιας και συγχρόνως τοπικής καταναλωτικής κοινωνίας. Επομένως, προτείνοντας την αλλαγή ενός διατροφικού μοντέλου, σημαίνει ότι επιθυμείς ν’  αλλάξεις τις ισορροπίες αυτού του συστήματος και να έρθεις σε σύγκρουση με συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων.  Ποιες θα είναι αυτές και σε ποιο βαθμό θα υπάρξει η σύγκρουση θα φανεί όταν διευκρινιστεί με ποιο τρόπο και σε ποια βάση θα εφαρμοστεί αυτό το μοντέλο.

Η πρόταση λοιπόν της προβολής ενός διατροφικού μοντέλου εντάσσεται στη λογική της σημερινής κοινωνίας των διαφόρων καταναλωτικών προτύπων. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η προσέλκυση ενός μέρους  της αγοράς με μια δελεαστική πρόταση διατροφής  που θα κινήσει ορισμένους κλάδους παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων. Η βάση όμως της μεσογειακής διατροφής δεν είναι η παρασκευή παραδοσιακών συνταγών με τα προϊόντα της ελληνικής παραγωγής, αλλά η ισορροπημένη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον και η λογική κατανάλωση των φυσικών πόρων. Ένα μοντέλο διατροφής που έχει σαν βάση τον ανταγωνισμό μοιραία θα υποκύψει στους νόμους της αγοράς που οδηγούν στην κατάχρηση των φυσικών πόρων, εφ’ όσον η λογική του είναι η δημιουργία εισοδήματος και όχι η  συνετή χρήση των αγαθών. Η μεσογειακή διατροφή βρίσκεται στη βάση λοιπόν της δημιουργίας μιας συγκεκριμένης αγοράς και όχι στη λογική της ισορροπημένης σχέσης του ανθρώπου με το έδαφος και τους φυσικούς πόρους. Δεν έχει στόχο περιβαλλοντικό αλλά εμπορικό, επομένως στηρίζεται σε ένα διαφορετικό μοντέλο οικονομίας απ’ αυτό που θα υποστήριζε ένα μοντέλο διατροφής με βάση το μεσογειακό μενού. Η μεσογειακή διατροφή υπήρξε το μέσο της διαμεσολάβησης μιας εξισορροπημένης σχέσης του ανθρώπου με το έδαφος και τους φυσικούς πόρους επομένως μια πραγματική πολιτική πρόταση προς αυτή τη κατεύθυνση θα συνέδεε τον άνθρωπο με το περιβάλλον και όχι με το εμπόριο. Μια οικονομία λοιπόν εφ’ όσον στηρίζει τη λειτουργία της στον ίδιο στόχο, την κατανάλωση, μοιραία θα λειτουργήσει σε βάρος του περιβάλλοντος, γιατί η λογική είναι η κυριαρχία στην αγορά και όχι η συνετή διαχείριση του. Στο σημείο αυτό είναι που διαφέρει η πολιτική πρόταση των Οικολόγων Πράσινων από αυτή του ΠΑΣΟΚ.

Το παγκόσμιο πράσινο κίνημα έχει θέσει σαν προτεραιότητα για την οικονομική διαχείριση του πλανήτη την συνετή χρήση των φυσικών πόρων και τη θέσπιση μιας περιβαλλοντικής νομοθεσίας που θα προστατέψει τη βιοποικιλότητα και την άγρια ζωή. Αυτό σημαίνει ότι  βρίσκεται σε αντίθεση με κάθε μέτρο που αρνείται τον οποιουδήποτε έλεγχο στο εμπόριο και στην κυκλοφορία των κεφαλαίων, που ενισχύει την εξάρτηση της αγροτικής παραγωγής από τις διακυμάνσεις των τιμών του διεθνούς εμπορίου και που συνδέει τις εθνικές και τοπικές οικονομίες με την παγκόσμια κερδοσκοπία του κεφαλαίου.  Η οικονομική του πρόταση βρίσκεται στον αντίποδα αυτού που ισχύει σήμερα, μιας παγκόσμιας δηλ. οικονομίας όπου κεφάλαια, άνθρωποι και επιχειρήσεις ανταγωνίζονται σε μια ξέφρενη κούρσα επιβίωσης για την παραγωγή του φθηνότερου προϊόντος. Αυτή η διαδικασία έχει οδηγήσει στη καταστροφή τις τοπικές κοινωνίες, εφ’ όσον η επιβίωσή τους εξαρτήθηκε από τη δυνατότητά τους να παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα,  με αποτέλεσμα να παραμελήσουν τη σχέση ισορροπίας που διατηρούσαν για αιώνες με το φυσικό περιβάλλον που διαβιούσαν.

Η ενίσχυση λοιπόν της τοπικής οικονομίας είναι η άλλη πρόταση του πράσινου κινήματος, στον αντίποδα της ανώνυμης παγκοσμιοποιημένης κυκλοφορίας των αγαθών. Με αυτό το στόχο προτείνονται πολιτικές που δίνουν έμφαση στην αποκέντρωση της εξουσίας, στον έλεγχο της οικονομίας από τις τοπικές κοινωνίες, στη μεγαλύτερη κοινωνική και περιβαλλοντική προστασία, στην καλύτερη και συλλογικότερη αξιοποίηση των τεχνολογικών επιτευγμάτων, στον δημοκρατικό έλεγχο των κοινωνιών στην οικονομία,  στην προστασία των ανθρωπίνων και  πολιτιστικών δικαιωμάτων  και στη μείωση των ανισοτήτων.

Η οικονομία αυτή δεν έχει σχέση με τον προστατευτισμό του εμπορίου του προηγούμενου αιώνα, αλλά μ’ ένα δι-εθνισμό της αλληλεγγύης στη κυκλοφορία των αγαθών, ιδεών, πολιτισμών και τεχνολογίας με σκοπό την ενίσχυση των τοπικών οικονομιών.

Η βάση αυτής της οικονομικής πρότασης είναι λοιπόν μια τοπική οικονομία που λειτουργεί συμπληρωματικά και αλληλέγγυα στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας οικονομίας με  πολιτικές ενίσχυσης του τοπικού ανταγωνισμού, όπως ο έλεγχος στις εξαγωγές και τις εισαγωγές, οι δασμοί, οι επιχορηγήσεις των τοπικών προϊόντων, η επένδυση στις επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας, η ανανέωση των οικονομικών υποδομών και η ενίσχυση των προσωπικών υπηρεσιών πρόνοιας σε τοπικό επίπεδο.

Αυτό λοιπόν το θεωρητικό πλαίσιο προδιαγράφει και την αξία της συγκεκριμένης πρότασης από πλευράς του ΠΑΣΟΚ. Η μεσογειακή κουζίνα υπήρξε για αιώνες η καθημερινή διατροφική πρακτική όλων των λαών που κατοίκησαν στη λεκάνη της Μεσογείου. Αυτοί οι λαοί, αν και χρησιμοποίησαν τα ίδια φυσικά υλικά για να φτιάξουν την τροφή τους, δεν τα χρησιμοποίησαν στην ίδια ποσότητα, στην ίδια ποιότητα αλλά και για τον ίδιο λόγο. Υπάρχει λοιπόν μια απίστευτη ποικιλία και ιδιομορφία στη χρήση των υλικών και στο τρόπο παρασκευής των συνταγών, που μεγαλύτερη σημασία έχει ν’ αναδειχθεί αυτός ο πλούτος και ο πολιτισμός που στήριζε τις συγκεκριμένες επιλογές παρά να χρησιμοποιηθεί σαν  ένα ακόμη μέσο για τη προσέλκυση της κατανάλωσης.

Η διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης κουζίνας είναι ένα  πολιτισμικό αγαθό. Οι άνθρωποι δεν έτρωγαν οτιδήποτε τους παρείχε το περιβάλλον αλλά επέλεγαν από μια ενδεχόμενη σειρά τροφίμων που μπορούσαν ν’ αντλήσουν από τη φύση, αυτά που τους καθόριζε η πολιτισμική τους παράδοση.  Ο καθορισμός της ποσότητας και της ποιότητας της τροφής τους κρινόταν λοιπόν με κοινωνικά και πολιτισμικά κριτήρια. Οι άνθρωποι έτρωγαν  όχι σύμφωνα με αυτό που μπορούσαν αλλά σύμφωνα με τα πρότυπα που όριζαν οι κοινωνίες στις οποίες ανήκαν. Η τροφή λοιπόν εξέφραζε την κοσμοαντίληψη μιας κοινωνίας για το φυσικό περιβάλλον και βάσει αυτής γινόταν η επιλογή των αγαθών, οι μέθοδοι της παρασκευής των φαγητών και οι κανόνες της κατανάλωσής τους.

Σημασία δεν έχει λοιπόν να διασωθούν οι παραδοσιακές συνταγές αλλά να γνωρίσουμε τον πολιτισμό που τις δημιούργησε και την αξία που έδινε στη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό χώρο. Οι συνταγές μαρτυρούν τη σύνδεση μιας κοινωνικής ομάδας με το περιβάλλον και διαφοροποιούνταν  ανάλογα με τη θρησκεία, το φύλο, τη κοινωνική τάξη και την αξία που έδινε στα σημαντικά κοινωνικά γεγονότα μια κοινωνική ομάδα.  Όλα αυτά δημιούργησαν έναν  απίστευτο πλούτο που αναπαριστούσε την ιστορική πορεία ενός λαού σ’ ένα συγκεκριμένο φυσικό χώρο, η οποία είναι ανεξάρτητη από τους σημερινούς διαχωρισμούς των συνόρων. Η μεσογειακή διατροφή είναι το μέσο που μας συνδέει με τους γειτονικούς λαούς γιατί μαρτυρά την κοινή πολιτισμική μας πορεία όταν δεν μας διαχώριζαν οι σημερινές  προτεραιότητες.

Η κουζίνα λοιπόν, ως πολιτισμικό αγαθό, συνδέει πολιτισμούς και μ’ αυτή την έννοια έχει αξία ν’ αναδειχθεί. Όχι στην βάση ενός ανταγωνισμού για την πατρότητα ορισμένων συνταγών ή για τις διαφορές στην υγιεινότερη σύσταση των γευμάτων αλλά για την  αξία που έδιναν οι άνθρωποι στα υλικά και για το λόγο που τα χρησιμοποιούσαν στη καθημερινότητά τους. Την αξία  που έδιναν στις ιδιότητες αυτών των υλικών και τον τρόπο που τα συνέδεαν με τη θρησκευτική λατρεία, τη θεραπεία του σώματος και της ψυχής και τη κοινωνική τους ζωή.

Η ανάδειξη της μεσογειακής διατροφής μπορεί να θεωρηθεί σαν οικολογική πρόταση τότε μόνο όταν έχει σαν στόχο να προβάλει τον μεγάλο πλούτο της μεγάλης διατροφικής παράδοσης των λαών της Μεσογείου και ν’ αναδείξει την ευαισθησία των τοπικών κοινωνιών στη προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων. Όταν θεωρηθεί σαν μέσο διασύνδεσης των ανθρώπων που μοιράστηκαν κοινές ιστορικές αναφορές και αντανακλά τη σχέση τους με την τοπική οικονομία και τη προσαρμογή τους στις δεδομένες κλιματικές και γεωγραφικές συνθήκες που μοιράστηκαν για αιώνες μαζί.

Αυτό που έχει σημασία είναι να μάθουμε από τη σοφία της και να  τη χρησιμοποιήσουμε όχι σαν μέσο προβολής μιας παράδοσης με σκοπό τη κατανάλωση αλλά σαν ένα κανόνα  διαβίωσης των ανθρώπων σε αρμονία με το περιβάλλον.

Πηγή: www.logodiatrofis.gr

Leave a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *